Prosvoro

Βρίσκεστε εδώ: Αρχική / Το Χωριό / Ξεχωριστοί Χωριανοί
A+ R A-

Ξεχωριστοί Χωριανοί

Ξεχωριστοί χωριανοί 1920-1990
(όσοι είναι γνωστοί σε μένα)

 

Καραμήτσιος (Τσιάρας Δημήτριος). Φύτεψε τον πλάτανο στην Πλατεία το 1924. Έκανε Πρόεδρος 2 φορές και έκανε σχεδόν όλα τα γκαλτερίμια μέσα στο χωριό και στην Παναγιά, Σκεπάστηκαν ή καταστράφηκαν όταν έγιναν τσιμεντένιοι οι δρόμοι

Σούλας – Τσέλλιγκας, φουστανελλάς (άσπρη), έζησε σχεδόν 100 χρόνια, λέγεται ότι δεν είχε πάει ποτέ στα Γρεβενά και ότι ήταν γρήγορος κατσικοκλέφτης και ότι το έγδερνε στον αέρα.

Σπανός (Στέργιος Στεργιούλας) και Φουστανέλλας (άσπρη). Μεγαλοτσέλιγκας με μαντρί (ιδιόκτητη έκταση- Καλούδα) στην περιοχή του χωριού Δρυμού. Έκανε Πρόεδρος στο χωριό πριν το 1950. Έζησε στην Ελασόνα (έχτισε και λειτούργησε κινηματογράφο) και φορούσε πάντα μόνο φουστανέλλα Λέγεται ότι ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έκαναν τη ληστεία στο τραίνο στα Τέμπη στη δεκαετία του 1920.

Μπαρμπαγούλης (Γεώργιος Μπόλος ). Με το μεγάλο μουστάκι, το μαλλιότο, πάντα χαμογελαστός και γνώστης-τραγουδιστής πολλών τραγουδιών του χωριού. Στα γλεντια που έκαναν κατά καιρούς οι χωριανοί ήταν αυτός που άρχιζε τα τραγολυδια και οι χωριανοί ακολουθούσαν. 

Ζιώγας (Γεώργιος Τζιάλλας) –Μαύρη φουστανέλλα, λέγεται ότι είχε σκωτομένο φίδι μέσα στη φουστανέλλα για 15 μέρες, μέχρι που άλλαξε και κατάλαβαν γιατί μύριζε πολύ άσχημα.

Μπαμπούλου (Σουλτάνα Τσιάρα, γυναίκα του Μήτρου τ΄Αλέξη) Η μαμμή του χωριού, ξεγέννησε όλες τις γυναίκες την περίοδο 1930-1960 περίπου, Κάπνιζε, (λένε ότι φύτευε στον κήπο της 4-5 ρίζες καπνού και μάζευε τα φύλλα, μια φορά ήρθε ο έφορας καπνού από τα Γρεβενά για να την συλλάβει αφού ήταν παράνομο να φυτεύει κανείς καπνό όπως και να καπνίζει λαθραίο). Ήταν πολύ ευχάριστη και ήξερε και έλεγε πολλά μασλάτια (ιστορίες)

Ζντράλιος (Γιάννης Σιώμος του Κ)- Μυλωνάς για πολλά χρόνια, πολύ ευχάριστος άνθρωπος και όλο ιστορίες έλεγε, τραγουδιστή, χορευταρά και μερακλή τον έλεγαν οι χωριανοί Στο χωριό λένε ότι ήταν και αυτός σε αυτούς που οργάνωασαν και έκαναν τη ληστεία στο τραίνο στα Τέμπη στη δεκαετία του 1920.

Βουβουσιώτης (Δημήτριος). Πρώτος άμμισθος γραμματέας μετά τον Εμφύλλιο. Το χωριό τον εκτινμούσε και τον θεωρούσε γραμματισμένο.

Μήτρος τ΄ Αλέξη –Μπάρμπα Μήτρος (Δημήτριος Λόλας) Φουστανελλάς (άσπρη), έκανε στην Αμερική, εύστροφος και με αιχμηρές ατάκες, (τι κανς Μπαρμπαμήτρου- αλλάζω δόντια, δε βλεπς τι κάνω, κόβω ξύλα, που πας Μπαρμπαμήτρου- στου γραφείου, μι τηλφώνσι ου Διευθυντής).

Γραμματέας (Κωσταντίνος Σιώμος του Ιωάννη). Γραμματέας από το 1955 περίπου και μετά. Τα "ήξερε" όλα και έκανε πολλά πειράγματα στους χωριανούς, ευχάριστος. Αγαπητός, εξυπηρετικός (έδινε Πιστοποιητικά Απορίας στους φοιτητές από το χωριό για δωρεάν φαγητό στη Λέσχη).

 

Ο Μπαταγκούμας -Καλαμπάκας
Αφήγηση Ευρωπίας Στεργιούλα, κόρη Βασιλικής Νταγκούμα
Τις ιστορίες αυτές τις διηγούμαι όπως μου τις έλεγε η μητέρα μου Βασιλική Στεργιούλα, κόρη του Δημήτρη Νταγκούμα ή Μπανταγκούμα όπως συνήθως τον έλεγαν. Το παρατσούκλι αυτό το κόλλησε γιατί τη γιαγιά του την έλεγαν, κατά το συνήθειο, μπάμπου- Νταγκούμα και τελικά ο ίδιος κατέληξε να λέγεται έτσι και να γράφεται Μπαταγκούμας.
Ο παππούς μου Δημήτρης Νταγκούμας ή Μπανταγκούμας διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας του χωριού πριν από το Δημήτρη Τσιάρα (Καραμήτσος). Το γεγονός αυτό, όπως και τις παρακάτω ιστορίες επιβεβαιώνει ο συγχωριανός μας Χρήστος Τασούλας του Δημητρίου (Μπίτης).

Ο Καλαμπάκας
Ο Γιώργος Νταγκούμας, γιος του Στέργιου Νταγκούμα και αδερφός του παππού μου Δημήτρη, ήταν δεκαεπτά χρονών όταν συνέβηκε το μεγάλο κακό που σημάδεψε την ζωή του. Ένας συγχωριανός, που ήταν τότε σαράντα πέντε χρονών, παντρεμένος με τέσσερα παιδιά, έκλεψε από το κοπάδι του Γιώργου το χαϊδεμένο του μανάρι. Αυτό του κακοφάνηκε και σε αντίποινα πήρε από το κοπάδι του δράστη ένα πρόβατο. Ο άλλος προσβλήθηκε πάρα πολύ. Να του τη φέρει έτσι ο μικρός δεν μπορούσε να το χωνέψει. Του έστησε λοιπόν καρτέρι στο έμπα του χωριού. Ο Γιώργος γυρνούσε αμέριμνος στο χωριό και σκάλιζε με το σουγιά του μια σφυρίχτρα σε ξύλο ιτιάς. Εκεί δέχθηκε την επίθεση από τον συγχωριανό του. Μεγαλύτερος καθώς ήταν ο άλλος και γεροδεμένος, έριξε κάτω το Γιώργο και του έσφιγγε το λαιμό. Πάνω στην πάλη και για να ξεφύγει από το βραχνά που τον έπνιγε, ο Γιώργος που κρατούσε το σουγιά μαχαίρωσε τον αντίπαλό του. Η μαχαιριά τον βρήκε στο συκώτι και ήταν θανατηφόρα. Ο Γιώργος, φορτωμένος με το φόνο, έφυγε από το χωριό και κρύφτηκε στα γύρω βουνά. Για να επιβιώσει έγινε κλέφτης και εντάχθηκε στη συμμορία της περιοχής. Ύστερα για να γλυτώσει από τους Τούρκους πήγε στην ελεύθερη Ελλάδα και υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό και ήθελε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Οι φίλοι του οι κλέφτες όμως τον παρέσυραν και βγήκε πάλι μαζί τους στο βουνό. Έδρασε στην περιοχή της Καλαμπάκας και πήρε το παρατσούκλι «Καλαμπάκας». Λένε πως έκανε και πολλά καλά. Πως προίκισε φτωχά κορίτσια κ.α. Αξιοσημείωτο είναι το ακόλουθο περιστατικό. Όταν πέρασε έξω από το Δέλνο, το χωριό του, ίσως για να δει τους δικούς του, συνάντησε ένα νέο κορίτσι που μάζευε ξύλα. Το ρώτησε από ποια οικογένεια είναι. Τον παραξένεψε φαίνεται που μικρό κορίτσι μάζευε ξύλα μόνο του στο δάσος. Του είπε ότι είναι ορφανή και ότι δεν έχει πατέρα γιατί τον σκότωσε ένας συγχωριανός του. Αυτός κατάλαβε ότι ήταν το κορίτσι που αυτός ήταν η αιτία να μείνει ορφανό και του έδωσε ένα πουγκί λίρες. Μεταξύ άλλων χρηματοδότησε την κατασκευή της εκκλησίας της Παναγίας στο νεκροταφείο του χωριού. Για το λόγο αυτό οι απόγονοι της οικογένειας Νταγκούμα έχουν το προνόμιο να θάβονται πίσω από το Ιερό της εκκλησίας. Ο κλέφτης Καλαμπάκας είχε μανάρι ένα κριάρι με γυριστά κέρατα. Τα στόλιζε με χρυσά φλουριά και αυτό τον ακολουθούσε και έτρωγε και έπινε ότι και ο ίδιος. Το τέλος του ήρθε απρόσμενα, όπως και όλων των κλεφτών της εποχής εκείνης. Οι κλέφτες σύντροφοί του, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, λήστεψαν κάποιους δικούς του ανθρώπους στα Μέγαρα. Αυτοί παραπονέθηκαν στον Καλαμπάκα. Τότε για να τιμωρήσει τους συντρόφους του τους υποχρέωσε να κάνουν κάμψεις στο έδαφος. Οι κλέφτες προσβλήθηκαν πολύ και όταν κοιμήθηκε τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Ενώ ήταν χτυπημένος και πεσμένος στο έδαφος και έδειχνε αναίσθητος, οι κλέφτες έσφαξαν το αγαπημένο του κριάρι. Πάνω στο βέλασμα του κριαριού ο Καλαμπάκας σήκωσε ανήσυχος το κεφάλι του και τότε οι κλέφτες κατάλαβαν ότι ζούσε και του έδωσαν τη χαριστική βολή. Αν δεν έδειχνε ότι ζούσε μπορεί και να γλύτωνε. Οι παλιοί λένε ότι όταν πέθανε γκρεμίσθηκε η σπηλιά που ήταν το λημέρι του.

Ο Κολούσας
Ο αδελφός του παππού μου Δημήτρη Νταγκούμα, ο Νίκος Νταγκούμας ή Κολούσας όπως τον αποκαλούσαν, αρνήθηκε να υπηρετήσει στον τούρκικο στρατό και κρυβόταν από τους τούρκους στρατονόμους. Στο πανηγύρι όμως του Αϊ-Λια, ήθελε να ανεβεί στο ξωκλήσι και να χορέψει. Η αρραβωνιαστικιά του του είπε να μην πάει γιατί δεν είχε δει καλό όνειρο. Αυτός της είπε ότι θα πάει και να μην φοβάται. Όμως οι Τούρκοι έστησαν καρτέρι στον Αϊ-Λια. Εκεί που χόρευε, ένας Τούρκος μεταμφιεσμένος σε χωρικό, ρώτησε ένα χωριανό ποιος είναι ο Νίκος ο Νταγκούμας. Ο χωριανός ανυποψίαστος έδειξε στον Τούρκο τον Κολούσα που χόρευε. Τότε ο Τούρκος, κρυμμένος πίσω από ένα δένδρο τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Το βόλι τον πέτυχε θανάσιμα και ο Κολούσας ξεψύχησε.

Οι χωριανοί έγραψαν για τον Κολούσα τραγούδι που είχε αυτούς τους πρώτους στίχους.

Δε σου ΄πα μια, δε σου΄πα δυο
δε σου ΄πα τρεις και πέντε,
στο πανηγύρι να μην πας
Κολούσα μου λεβέντη.

 

Αφήγηση Μαρίας Τζήμαλα
Κατά την αφήγηση της Μαρίας Τζήμαλα, δεύτερης ξαδέρφης της μητέρας μου (τα επώνυμα Νταγκούμας και Μήτσαλας προέρχονται από την αλλαγή του ενός από αυτά), που την έχω μαγνητοφωνημένη, έχουμε για τον Κολούσα την ακόλουθη περιγραφή:

Ο Νίκος Νταγκούμας ήταν προκηρυγμένος από τους Τούρκους γιατί είχε πάρει τα όπλα και δεν άφηνε τους Τούρκους να εισπράττουν από το χωριό τα χαράτσια. Η μάνα του του είπε «παιδί μ΄ μην πας ψλα, οι Τούρκ΄ θα ΄ρθουν στου πανηγύρ΄, ψλα στον Αϊ-Λια και θα σε σκοτώσουν». Και βγήκε αυτός και μόλις βγήκε πρώτος, με τις φουστανέλες, ήταν ένας, για δέκα άνδρες λεν τον έφκιανες, παλληκάρια, ζωσμένα εδώ με τα φυσίγγια, να μην ΄ρθουν οι Τουρκ.΄ Και μόλις βγήκε πρώτος να χορέψ΄ και αρχίνσε του τσάμκου, βγήκαν οι Τούρκ΄, σαν αντράβξαν, τον έριξαν καταή.

Η Μαρία λέει ότι παλιότερα, στον Άϊ-Λια, τραγουδούσαν το τραγούδι του Κολούσα, με ρυθμό σε μοιρολόι, με τα λόγια:

1. Δε στου ΄πα μια δε στου ΄πα δυο,
μωρέ Νικόλα μου,
δε στου ΄πα τρεις και πέντε,
στου πανηγύρι, Νίκο μ,΄ να μην πας,
πάνου στου προυφήτ΄ Ηλία.
Θα βγουν οι Τούρκοι αμπροστά
θα βγουν να σε σκοτώσουν.

2. Ο Νίκος δεν απάκουσε
της μάνας του τα λόγια
και παίρνει δίπλα τα βουνά
και πάει στου πανηγύρι.
Και πάει ο Νίκος στο χορό
πρώτος για να χορέψει.

3. Βγήκαν οι Τούρκοι αμπροστά,
βγήκαν και οι ζαπιέδες.
Τρεις τουφεκιές τον έριξαν
και οι τρεις αράδα-αράδα.


4. Η μια τον παίρνει στο πλευρό
και η άλλη στο κεφάλι
και η τρίτη η φαρμακερή
τον πήρε στην καρδιά του.

 

(*) Συμπληρώνεται - Διορθώνεται

Φωτογραφίες

Αλμπουμ Φωτογραφιων

fotogallery

Video Gallery

videogallery

Στατιστικα

  • Μέλη : 2
  • Σύνδεσμοι : 6

Η γνωμη σας

Θα θέλατε να επισκεφθείτε το χωριό μας;

Δημιουργία Δικτυακού Τόπου

©Copyright Λόλας Πέτρος 2011 | All rights reserved
Κατασκευή και φιλοξενία Ιστοσελίδας Itbiz